- αφεντικός
- -ή, -όαρχοντικός: Αφεντική προσταγή και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ. φράση)· το αρσ., αφεντικός, ο και το ουδ., αφεντικό, το ως ουσ., ο κύριος, ο προϊστάμενος: Να ρωτήσω τον αφεντικό μου. – Το αφεντικό αυτή τη στιγμή λείπει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.